- ανεπικύρωτος
- -η, -οαυτός που δεν επικυρώθηκε: Η συμφωνία ήταν ανεπικύρωτη από τη Βουλή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανεπικύρωτος — η, ο μη επικυρωμένος, εκείνος που δεν έχει αναγνωριστεί ως έγκυρος από την αρμόδια αρχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επικυρώ ( ώνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Αγγέλου Βλάχου] … Dictionary of Greek
αβεβαίωτος — η, ο [βεβαιώνω] 1. ο μη βεβαιωθείς, ανεπιβεβαίωτος, ανεξακρίβωτος, ανεπικύρωτος, αναπόδεικτος 2. (για φόρο) αυτός που δεν καθορίστηκε … Dictionary of Greek
αθεώρητος — η, ο (Α ἀθεώρητος, ον) [θεωρῶ] νεοελλ. αυτός που δεν έχει θεωρηθεί, ανεξέταστος, ανεπικύρωτος αρχ. 1. αθέατος, αόρατος 2. αυτός που δεν έχει μελετήσει ή εξετάσει κάτι, ο μη γνώστης σε κάτι 3. ο μη νοήμων … Dictionary of Greek
ακύρωτος — (I) η, ο (Α ἀκύρωτος, ον) αυτός που δεν επικυρώθηκε, που δεν έλαβε κύρος, ο ανεπικύρωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κυρῶ, νεοελλ. κυρώνω]. (II) η, ο ο δίχως κύρωση, αυτός για την παράβαση τού οποίου δεν προβλέπεται καμιά ποινή κατά του παραβάτη. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ακύρωτος — η, ο αυτός που δεν κυρώθηκε, ανεπικύρωτος: Η συμφωνία υπογράφηκε, αλλά μένει ακύρωτη από τη Βουλή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)